FIGHT CLUB 3 5 Φεβρουαρίου, 2021 – Κατηγορία: Books – Ετικέτες: ,

Απόσπασμα από την εισαγωγή του Irvine Welsh για τη νέα δουλειά του Chuck Palahniuk.

[…] Μετά από αυτόν τον μακροσκελή (αλλά απαραίτητο) πρόλογο, φτάνουμε στο έργο ενός από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της εποχής μας, του Τσακ Πόλανικ. Το γράψιμό του απευθύνεται κυρίως στην πρώτη γενιά (και στις ακόλουθες) των Αμερικανών που είναι πιο φτωχοί από τους γονείς τους. Για κάποιον Δυτικοευρωπαίο της ηλικιακής μου ομάδας είναι δύσκολο να κατανοήσει ότι η κατάληξη του (λευκού) Αμερικανικού Ονείρου είναι η εξής: Γέροι, πλούσιοι, ροδοκόκκινοι άντρες, με ζαρωμένες, τυπικές καλές νοικοκυρές συζύγους και με κάτι ερωμένες σαν πλαστικά ανθρωποειδή που εποφθαλμιούν τα πάντα, ενώ ταυτόχρονα μισούν τους (μελαμψούς, μαύρους, κίτρινους) νεοφερμένους, οι οποίοι υποτίθεται ότι πήγαν σε εκείνη τη χώρα για να απελευθερωθούν. Η γενιά του Fight Club ήταν η πρώτη στρατιά νεαρών Αμερικανών της εργατικής και της μεσαίας τάξης που έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης και ξεπουλήθηκαν από ένα επιχειρηματικό σύστημα που ωφελεί τους υπερβολικά πλουσίους. Το να είσαι Αμερικανός σήμερα σημαίνει ότι θα σου πάρει όλη σου τη ζωή για να ξεπληρώσεις το χρέος σου στις τράπεζες, επειδή σου έδωσαν δάνειο για να αποκτήσεις τα άχρηστα πτυχία που απαιτούνται για να δουλεύεις ως πωλητής με ολοένα και χαμηλότερο μισθό που τείνει να μηδενιστεί, ενώ η φορολογικές εισφορές του 1% επιστρέφουν προς την ίδια κατεύθυνση από την οποία ήρθαν. Η άλλη επιλογή –να μην πας στο πανεπιστήμιο για σπουδές– συνήθως προϋποθέτει πλέον τη συνεχή εμπλοκή σε παρανομίες στο περιθώριο της κοινωνίας και μη εποικοδομητική ανάμειξη σε όλο και λιγότερες μικροαπατεωνιές, ώσπου να εξαντληθούν η κομπορρημοσύνη και η εγκαρδιότητα της νιότης και να ολοκληρωθεί η θλιβερή μεταμόρφωση σε έναν καταρρακωμένο, απελπισμένο άστεγο. Κατά τα άλλα, η μοίρα της νεολαίας είναι η δουλεία: Η αξία σου έγκειται στο ότι είσαι μια συσκευή που θα δημιουργεί ενοχές στους γονείς σου και θα τους κάνει να αποχωριστούν την περιουσία για την οποία εργάστηκαν σκληρά να αποκτήσουν. Και ύστερα θα πρέπει να επιβαρυνθείς με τη φροντίδα ζόμπι που θα ζήσουν για πάντα, χάρη στα προϊόντα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, αλλά θα περάσουν τα τελευταία πενήντα χρόνια της ζωής τους σαν σακιά με κόκαλα, σε σχεδόν απόλυτη αναισθησία, καταπίνοντας χάπια.

 

Ο Τάιλερ Ντέρντεν και ο Μπαλτάζαρ εισήλθαν με τη βία σε αυτό τον κόσμο, ως ερασιτέχνες παλαιστές πολεμικών τεχνών που χάνουν δόντια και τελειοποιούν την τεχνική τους στην πορεία. Βρήκαν ευρεία απήχηση σε μια ταραγμένη Αμερική που δεν αισθανόταν και πολύ άνετα με τον εαυτό της, στη συνέχεια έγιναν βάιραλ και τρύπωσαν σε μέρη, όπου η κουλτούρα της βίας ήταν άγνωστη ή τελούσε υπό καταπίεση και καταδικαζόταν από τις ιεραρχίες ή, σε κάποιες περιπτώσεις, σε τοποθεσίες, όπου ήταν ενδημική στον κοινωνικό ιστό. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, είχε τις δικές του λέσχες ξύλου για αρκετές γενιές, με τη μορφή αυτών που αναφέρονται γραφικά ως «χούλιγκαν του ποδοσφαίρου». Αυτές οι λέσχες υπάρχουν ακόμα και σήμερα, αν και σε περιορισμένη και πολύ εξειδικευμένη κλίμακα, παρά τις προσπάθειες των υστερικών πολιτικών και των αστυνομικών αρχών. Στη σημερινή Βρετανία, αν πιαστείς στα χέρια με κάποιον την Παρασκευή το βράδυ, θα δεχτείς μια προειδοποίηση από την αστυνομία. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να καταλήξεις σε κελί για ένα βράδυ, με διάσειση, πόνους και τύψεις να σιγοβράζουν μέσα σου, μέχρι να κοιμηθείς και να σου περάσει το μεθύσι. Αν κάνεις το ίδιο πράγμα το απόγευμα του Σαββάτου κοντά σε ποδοσφαιρικό γήπεδο, το πιθανότερο είναι ότι θα σου ρίξουν πέντε χρόνια φυλακή.

Ωστόσο, η οικονομική, τεχνολογική και κοινωνική κρίση που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη περίοδο του ύστερου καπιταλισμού έχει αποτυπωθεί στη μυθοπλασία λίγο πολύ με τον γνωστό τρόπο: Ως την τραγωδία ενός λευκού, μεσήλικα, μορφωμένου, ευκατάστατου Αμερικανού άντρα. Θεωρείται δεδομένο ότι τις ανησυχίες του τις ενστερνίζονται οι γυναίκες, οι μαύροι και, σημαντικότερα, τα μέλη της εργατικής τάξης που έχουν λευκή, ευρωπαϊκή καταγωγή.

Ευτυχώς, ο Τσακ Πόλανικ και μερικοί άλλοι συγγραφείς σαν κι αυτόν δεν ανέχονται κάτι τέτοια. Το Fight Club έφερε στο προσκήνιο την ομάδα της πολιτικά δυσαρεστημένης Αμερικανικής νεολαίας που είναι ο είλωτας του χρέους. Ο Πόλανικ δεν απέστρεψε ταπεινά το βλέμμα από το χάλι της κοινωνίας μας, ενώ τα είδωλα των φανταστικών δημιουργημάτων του μας κοιτούσαν κατά πρόσωπο στον καθρέφτη με οργή, απογοήτευση, απόγνωση και τρόμο. Επίσης, όμως, επιδείκνυε άφθονα δείγματα των όπλων της ανθρώπινης αντίστασης, πράγμα που σήμαινε ότι το να εμπλακείς σε όλα αυτά είχε απίστευτη πλάκα: Το μαύρο χιούμορ, η ζωώδης λύσσα, το να μη δίνεις δεκάρα για τίποτα, ο ανεξέλεγκτος εγωισμός, το αποπροσανατολιστικό παιχνίδι των ρόλων, η κακεντρέχεια, πράγματα στα οποία καταφεύγουμε όλοι μας κατά καιρούς. Και κυρίως η υπονόμευση της ματαιοδοξίας και των ιδιοτροπιών των ισχυρών, των υπερφίαλων και των καθωσπρέπει, όπως εμφανίζονται γλαφυρά στους ήρωες του Τσακ. Γι’ αυτό ο Τάιλερ Ντέρντεν, που θυμίζει τον Πάνα, γίνεται ο τυπάς. Ναι, ήταν πράγματι μια λογοτεχνική εξύμνηση, αλλά εξυμνούσε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που ένιωθαν αποξενωμένοι από τα παραδοσιακά θέματά της.

Η πορεία του Fight Club ήταν ένα πραγματικά underground φαινόμενο, ένα τολμηρό μυθιστόρημα, που είχε την ένθερμη υποστήριξη ενός οραματιστή επιμελητή (Τζέρι Χάουαρντ) ενός ανεξάρτητου εκδοτικού οίκου της Νέας Υόρκης. Αρχικά, οι μόνιμοι άπιστοι Θωμάδες έμοιαζαν να επιβεβαιώνονται, καθώς το βιβλίο πούλησε μόνο σε ένα μικρό αλλά αφοσιωμένο κύκλο θαυμαστών. Η ταινία είχε την ίδια μοίρα και η Fox, αντιμέτωπη με τις χλιαρές εισπράξεις, κράτησε την κινηματογραφική μεταφορά του Ντέιβιντ Φίντσερ στις αίθουσες για δυο εβδομάδες. Έπειτα, όμως, η ταινία αναστήθηκε με το DVD και εδραιώθηκε μέσα από τις συζητήσεις στα διαδικτυακά chat room, και έτσι γεννήθηκε η «λατρεία» του Fight Club. Στο σημείο αυτό, ο Τσακ έκανε ακριβώς αυτό που έπρεπε, μια κίνηση που δεν κάνει ο οποιοσδήποτε συγγραφέας που βρίσκεται αντιμέτωπος με τέτοια επιτυχία: Εξακολούθησε να γράφει, διαμορφώνοντας αυτή την κληρονομιά στη δική του εκκλησία και παρήγαγε καταπληκτικά, εμπρηστικά έργα μυθοπλασίας, σχηματίζοντας ένα κίνημα όχι μόνο μέσα από το τεράστιο συγγραφικό του έργο, αλλά και από την εξαιρετικά πρωτότυπη και διεξοδική προώθησή του. Είχα το προνόμιο να συμμετέχω σε εκδηλώσεις μαζί του εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο και μπορώ να πω ότι δεν ξέρω άλλο συγγραφέα που να εργάζεται τόσο ακατάπαυστα και σκληρά για να έρθει σε επαφή με το κοινό του. Και ξέρω πολλούς συγγραφείς που δουλεύουν σαν σκυλιά.

Το Fight Club 2, με τη μορφή του εικονογραφημένου μυθιστορήματος, αποτελεί ένα χαρακτηριστικά τολμηρό, αλλά απόλυτα ταιριαστό βήμα μπροστά. Διαδραματίζεται δέκα χρόνια μετά το πρώτο και ο αφηγητής του μυθιστορήματος, ένας καμένος μεσήλικας πλέον, παραμένει παντρεμένος με νύχια και με δόντια με μια Μάρλα που εξακολουθεί να πλήττει και να ψάχνεται. Ξεκινώντας από μια τέτοια πεζή, αρχετυπική αφετηρία, η ιστορία αρχίζει να περιπλέκεται με την αναμενόμενη προκλητικότητα και τρέλα που συνοδεύει την επανεμφάνιση του Τάιλερ, σε μια χρονική στιγμή που η τέχνη παλεύει να προφτάσει μια πραγματικότητα, στην οποία αυτοί που κρατούν τα κλειδιά του φρενοκομείου είναι πλέον τόσο ματαιόδοξοι και τόσο ψυχοπαθείς που δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κρύψουν την παράνοιά τους. Στη συνέχεια, το Fight Club 3 εκτοξεύεται προς τη μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να φτάσει κανείς από εκείνο το σημείο: Τη συντέλεια με τα όλα της. Ανάλογα με το πού στέκεστε, τα έργα αυτά θα σας φανούν σαν διακηρύξεις του τύπου «τη γαμήσαμε» ή απλώς σαν προειδοποιητικές ιστορίες. Ιδωμένη συνολικά, η τριλογία του Fight Club, σκιαγραφεί μια αλλόκοτη Αμερική που κάποτε ήταν περιθωριακή, αλλά τώρα μοιάζει λίγο πολύ συμβατική.

Όταν μιλάω με ενήλικα μέλη της φυλής του Fight Club, όλοι λένε το ίδιο πράγμα: Αυτό ήταν το βιβλίο που τους εισήγαγε στη λογοτεχνία. Η εμβάπτιση στη μονομανία και τον εθισμό, καθώς και η ανάγκη να ανοίξεις τρύπες με τις γροθιές σου σε έναν όλο και πιο περιοριστικό κόσμο, γεμάτο καθημερινή φρίκη και σύγχυση, είναι τα στοιχεία που τροφοδοτούν τον ενθουσιασμό και το πάθος τους για το έργο του Τσακ. Ναι, έχουν διαβάσει και άλλους συγγραφείς από τότε, και τους άρεσαν κιόλας, και μερικοί από αυτούς καλά κάνουν και επιμένουν να αγαπούν το κουκούλι αυτοπροστασίας του μεσοαστικού μυθιστορήματος, με τις γλυκές, καθησυχαστικές αυταπάτες του. Σίγουρα, αν όλοι έγραφαν σαν τον Τσακ Πόλανικ ή σαν τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τότε ο κόσμος θα ήταν ένα ακόμα πιο ταραγμένο μέρος απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ωστόσο, το σημείο-κλειδί είναι ότι μερικοί έχουν την ανάγκη να γράφουν έτσι και εμείς οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε γι’ αυτό, επειδή η λογοτεχνία και η τέχνη υφίστανται όχι μόνο για να μας ψυχαγωγούν μακαρίως, εξυμνώντας ταυτόχρονα την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά και για να μας προκαλούν και να μας ενεργοποιούν. Αν χάσουμε την έντονη παρόρμηση να εξεγειρόμαστε ενάντια στην εξουσία, τότε αυτή τη στιγμή την έχουμε γαμήσει χειρότερα από ποτέ. Ο καινούριος πρώτος κανόνας του Fight Club είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε για το Fight Club.