Από τον λαό, στο έθνος και στο κράτος. Ο Ελληνικός Λαός του Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ από τις Εκδόσεις Οξύ 4 Απριλίου, 2022 – Κατηγορία: Books – Ετικέτες: ,

Μάουρερ

Η περιγραφή των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους από τον Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ, μέλος της τριμελούς αντιβασιλείας του Οθωνα, σε μια εξαντλητική επανέκδοση.

* του Γιάννη Χαραλαμπίδη για το Βιβλιοδρόμιο – Εφημερίδα Τα ΝΕΑ

Έχουμε στο μυαλό μας τις μοναρχικές αυλές της Ευρώπης την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης ως εφεκτικές, στην καλύτερη περίπτωση, απέναντι στον εθνικό αγώνα των Ελλήνων. Αυτό δεν ίσχυσε όμως για όλες τις περιπτώσεις. Υπήρχε ένας τουλάχιστον ευρωπαίος μονάρχης που υπήρξε όχι απλώς φιλέλληνας, αλλά φλογερός
υποστηρικτής της ελληνικής εθνεγερσίας, ο Λουδοβίκος Α’ (1786-1868), βασιλιάς της Βαυαρίας. Γόνος του μάλλον ριζοσπαστικού οίκου των Βίτελσμπαχ, που έγινε βασιλικός ως αποτέλεσμα της ναπολεόντιας αναδιάρθρωσης της Κεντρικής Ευρώπης, ανέβηκε στον θρόνο το 1825, έχοντας όμως ήδη δώσει σαφή δείγματα γραφής. Ενεργός από νωρίς στα πολιτικά πράγματα, στο συνέδριο της Βιέννης υποστήριξε την προοπτική μιας εθνικής πολιτικής για τον γερμανικό κόσμο, ενώ υπήρξε σαφής αντίπαλος της αυστριακής επέκτασης βορείως των Αλπεων, θερμός κλασικιστής και ιδεολόγος ρομαντικός. Τακτικός επισκέπτης της Ρώμης, μαικήνας των τεχνών και θιασώτης της μελέτης και ανάδειξης του γερμανικού Μεσαίωνα, δεν δίστασε ήδη το 1821 να δανείσει στους μαχόμενους Ελληνες
1,5 εκατομμύριο φιορίνια από την προσωπική του περιουσία.

Ο φον Μάουρερ

Ενας από τους ανθρώπους που αξιοποίησε άμεσα ο Λουδοβίκος για να αναδείξει το γερμανικό παρελθόν υπήρξε ο νομικός και ιστορικός του δικαίου Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ (φον Μάουρερ από το 1832). Γιος λουθηρανού πάστορα, γεννημένος το 1790 σ’ ένα χωριό κοντά στον Ρήνο, σπούδασε στη Χαϊδελβέργη και το Παρίσι και εισήλθε στη βαυαρική δημόσια διοίκηση το 1814. Διατηρώντας έναν περίπου παράλληλο διοικητικό και ακαδημαϊκό βίο, μοίρασε για χρόνια τη δραστηριότητά του ανάμεσα αφενός στη βασιλική υπηρεσία και αφετέρου τη διδασκαλία και συγγραφή για την ιστορία του γερμανικού δικαίου, που τον ανέδειξε σε κορυφαίο θεωρητικό της εποχής του. Το καλοκαίρι του 1831 η σύζυγός του πέθανε, αφήνοντάς τον με μια δεκάχρονη κόρη κι έναν οκτάχρονο γιο. Στις 27 Απριλίου/7 Μαΐου 1832 ορίστηκε από τη Σύμβαση του Λονδίνου ως πρώτος «Βασιλεύς της Ελλάδος» ο δεκαεπταετής σχεδόν πρίγκιπας της Βαυαρίας Φρειδερίκος Οθων. Ο πατέρας του προχώρησε στην οργάνωση ενός συνολικού διοικητικού επιτελείου, που θα συνόδευε τον νεαρό βασιλιά κατά τον ερχομό του στην Ελλάδα και θα ασκούσε την κύρια εκτελεστική εξουσία μέχρι την ενηλικίωση του εφήβου Οθωνα. Κεντρική θέση σε αυτή τη δομή κατείχε η τριμελής επιτροπή αντιβασιλείας, που, εκτός από τον Μάουρερ, αποτέλεσαν ο Γιόζεφ φον Αρμανσμπεργκ κι ο Καρλ Βίλελμ φον Χάιντεκ. Ο Όθωνας έφτασε στο Ναύπλιο στις αρχές πια του 1833, σε μια Ελλάδα ξέπνοη από
τον υπερδεκαετή υπαρξιακό αγώνα κατά των Οθωμανών, αλλά και από τις έριδες και συγκρούσεις μεταξύ
των τοπικών ελίτ και των κοινωνικοπολιτικών φατριών. «Κι εμείς έπρεπε τώρα να βάλουμε τάξη σ’ αυτό το χάος» θα έγραφε λίγο αργότερα ο Μάουρερ.

Αυτό τον αγώνα απέναντι στην απόλυτη πολιτική εντροπία, που συνιστούσε η αρτισύστατη ελληνική πολιτεία, κατέγραψε ο Μάουρερ στο έργο του «Ο Ελληνικός Λαός [από άποψη δημοσίου, εκκλησιαστικού και ιδιωτικού δικαίου προ και μετά τον αγώνα για την ελευθερία και ως τις 31 Ιουλίου 1834]». Είμαστε τυχεροί που – με αφορμή τη διακοσιοστή επέτειο της Επανάστασης – έχουμε μια νέα έκδοση αυτού του έργου, αναπαραγωγή από τις εκδόσεις Οξύ εκείνης του 1976 σε εύστοχη μετάφραση της Ολγας Ρομπάκη και επιμέλεια, εισαγωγή και σχόλια του Τάσου Βουρνά, η ανάλυση του οποίου με τη μαρξική αφετηρία, τη μετριοπάθεια και ευρυμάθειά του δεν στερείται αξίας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, με αισθητική αρτιότητα και ενδιαφέρουσες σύγχρονες προσθήκες ενός προλογικού σημειώματος από την καθηγήτρια Μαρία Ευθυμίου κι ενός αναλυτικού επιμέτρου από τον δρα Στέφανο Καβαλλιεράκη.

Μάουρερ
Wilhelm Gustav Kraus, Ο βασιλιάς Όθων έφιππος κατά την άφιξή του στην Αθήνα. Μετά το 1835. Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών.

Εντυπωσιάζει η διεισδυτικότητα και διορατικότητα που χαρακτηρίζει τη γραφή του Μάουρερ. Εχοντας μείνει όχι πάνω από ενάμιση έτος στην Ελλάδα και έχοντας να αντιμετωπίσει δυσθεώρητο όγκο προβλημάτων και προκλήσεων, απέκτησε μοναδική αντίληψη της κατάστασης των Ελλήνων της εποχής. Ακτινογράφησε ουσιαστικά όλες τις ομάδες πολιτικής επιρροής και τις πολιτικές συλλογικότητες, διέγνωσε τα προβλήματα και τις παθογένειες, αλλά διείδε και τις δυνατότητες της εκκολαπτόμενης νεοελληνικής κοινωνίας. Ξεχωρίζουν οι αναφορές του στις αντιλήψεις και προτεραιότητες των επιχώριων και εισαγόμενων ελίτ. Στην πραγματικότητα προδιέγραψε την επερχόμενη κρίσιμη σύγκρουση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, λαμβάνοντας μάλιστα θέση στην κατεύθυνση ενός μετριοπαθούς αυτοχθονισμού. Συνολικά η τοποθέτησή του ήταν απέναντι στις υπάρχουσες ομάδες εξουσίας μεταξύ των Ελλήνων και σφόδρα υπέρ των αναγκών του καθημαγμένου λαού, κάτι που μάλλον δείχνει την επιρροή των ρομαντικών ιδεών στη σκέψη του.

Το έργο του Μάουρερ στους τομείς της οργάνωσης της εκπαίδευσης και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης υπήρξε καθοριστικό για τη συγκρότηση του νεοσσού κράτους. Εκεί όμως που οι πρωτοβουλίες του έλαβαν πραγματικά ιστορική διάσταση είναι η διαχείριση του ζητήματος της εκκλησιαστικής υπαγωγής της Ελλάδας. Η ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας έχει κατακριθεί από πολλές απόψεις και μεριές. Την εποχή εκείνη, ωστόσο, αυτή η κεντρική πολιτική επιλογή υπήρξε ουσιαστικά ομόθυμη μεταξύ όχι μόνο της εγχώριας πολιτικής τάξης, αλλά και του νεοπαγούς βασιλικού περιβάλλοντος, ακόμα και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι έλξεις και τριβές ανάμεσα στο οθωμανικό και το ελληνικό πολιτικό κέντρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αυτοκέφαλο σχήμα των εκκλησιαστικών αρχών του νέου βασιλείου ενίσχυσε την αυτοτέλεια του κράτους και αποδέσμευσε ψυχικά τον λαό ταχύτερα από το οθωμανικό πλαίσιο. Επρόκειτο για μια σαφή επιλογή ταχείας προσχώρησης στη νεωτερικότητα, που επιβεβαιώθηκε άλλωστε στη συνέχεια από όλες τις αντίστοιχες διαδικασίες συγκρότησης των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια.

Μάουρερ
Ο Ελληνικός Λαός – Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ (δίτομο) – Εκδόσεις Οξύ

Οι αρνητικές συνδηλώσεις

Το έργο της βαυαρικής αντιβασιλείας υπήρξε δημιουργικό και εντυπωσιακό σε όγκο και ευρύτητα, παρά τον ιδιαίτερα περιορισμένο χρονικά ορίζοντα της δράσης της (Φεβρουάριος 1833 – Ιούνιος 1835). Δεν πρέπει όμως να μας ξενίζουν και οι ιδιαίτερα αρνητικές συνδηλώσεις που άφησε σε βάθος χρόνου η περίοδος αυτής της διακυβέρνησης. Τα βασικά αίτια είναι οι επιμέρους εσωτερικές αστοχίες και ιδιαίτερα προβληματικές συμπεριφορές, που άλλωστε χαρακτηριστικά περιγράφει και στηλιτεύει ο Μάουρερ, η ιδιαίτερα ελλειμματική συνεννόηση ανάμεσα στους βαυαρούς αξιωματούχους και τους εντόπιους παράγοντες και φυσικά η σπουδή των τελευταίων να διαδεχθούν αυτό το σχήμα εξουσίας το ταχύτερο δυνατό. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από την ολοκλήρωση της υπηρεσίας του στην Ελλάδα και την όλη απομυθοποίηση που μεσολάβησε, ο Μάουρερ παραμένει ένθερμος φιλέλληνας και διακηρύσσει την ευθεία σύνδεση των Νεοελλήνων με την αρχαία κληρονομιά τους. Αυτό το ιδεαλιστικό πνεύμα πολλών Ευρωπαίων της εποχής ήταν ένα από τα κύρια κεφάλαια που αξιοποίησαν, ενίοτε και κατασπατάλησαν, οι επαναστατημένοι Ελληνες.

Η καταγραφή που αισθάνθηκε – κυρίως για προσωπικούς λόγους – την ανάγκη να κάνει ο Μάουρερ, αμέσως σχεδόν με την επάνοδό του στο Μόναχο, είναι πολύτιμη. Οχι μόνο αποτύπωσε σχεδόν φωτογραφικά τον τόπο, τους ανθρώπους και τη συγκυρία, αλλά επιπρόσθετα αποδεικνύεται μοναδικό εργαλείο για την επαναξιολόγηση των αντικειμενικών συνθηκών που αντιμετώπισε η αντιβασιλεία, άρα και του αποτελέσματος της εργασίας της. Εργασία που από κάθε άποψη υπήρξε σε πολύ μεγάλο βαθμό σύμφωνη με τις επιλογές που είχαν ήδη γίνει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και ιδίως την καποδιστριακή, με τις ανάγκες του καιρού, αλλά και με τις επιθυμίες των Ελλήνων που είχαν πολιτικό ρόλο. Απόδειξη για αυτό αποτελεί το γεγονός ότι παρά τα όσα λέχθηκαν ή γράφτηκαν στην ουσία όλες οι επιλογές των Βαυαρών επικροτήθηκαν στην πράξη και συνέστησαν –μαζί με το καποδιστριακό έργο– ουσιαστικά το κρηπίδωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το πρώτο εθνικό κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ένα κράτος που σύντομα αναδείχθηκε σε πρότυπο εκδυτικισμού και εκσυγχρονισμού για τα Βαλκάνια, αλλά και την οθωμανική Ανατολή.